- τσαχπιναριό
- τοτσαχπίνης (βλ. λ.), τσαχπινούλης: Τσαχπιναριό του διαβόλου (Α. Καρκαβίτσας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαχπιναρ(ε)ιό — το, Ν (περιπαικτικά) τσαχπίνης («τσαχπιναριό τού διαβόλου! έλεγον μεταξύ των», Καρκαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαχπίνης + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό)] … Dictionary of Greek